-
1 αγνιζω
культ. подвергать очищению, очищать(χέρας μιάσματος Eur.; τὰς πόλεις καθαρμοῖς Plut.)
ἁ. λύματα Soph. — искупать преступления;τὸν θανόντα ἁγνίσαι Soph. — совершить (очистительные) погребальные обряды над мертвецом;αὐτῶν σώμαθ΄ ἡγνίσθη πυρί Eur. — их тела подверглись очистительному сожжению -
2 καθαιρω
ион. κᾰταίρω (fut. κᾰθᾰρῶ, aor. ἐκάθηρα - дор. ἐκάθᾱρα; pass.: aor. ἐκᾰθάρθην, pf. κεκάθαρμαι)1) чистить, мыть, омывать(χρόα ὕδατι, τραπέζας ὕδατι καὴ σπόγγοισι Hom.; ἥ γῆ καθαιρομένη ὄμβροις Arst.)
2) очищать от примесей(χρυσόν Plat.; ἀργύριον Arst.)
3) мед. очищать, опорожнять(τὸ σῶμα φαρμάκοις Arst.)
4) перен. очищать, освобождать(δρία πάντα, γαῖαν Soph.; γῆν καὴ θάλατταν, sc. τῶν λῃστηρίων Plut.)
5) смывать(λύματα ἀπὸ χροός Hom.; αἷμα κ. τινά Hom.)
6) очищать, подстригать7) культ. (ритуально) очищать, окуривать(δέπας θεείῳ Hom.)
8) культ. очищать (от грехов)(νῆσον, τινὰ φόνου Her.)
καθαίρεσθαι τοὺς αὐτους καθαρμούς Plat. — совершать над собой те же самые очистительные обряды;ὅ καθαρθεὴς τὸν φόνον Her. — искупивший грех убийства9) перен. (духовно) очищать, возвышать(οἱ φιλοσοφίᾳ καθηράμενοι Plat.)
10) ирон. задавать трепку, крепко пробирать или сечь(τινά Theocr.)
-
3 λυμα
См. также в других словарях:
λύματα — λύ̱ματα , λῦμα water used in washing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύμα — (I) το (AM λῡμα) συν. στον πληθ. 1. ακαθαρσία τού σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα 2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.) 3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες… … Dictionary of Greek
αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… … Dictionary of Greek
περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… … Dictionary of Greek
CUNABULA Graecorum — Postquam materfamilias partu viri familiam fundavit, ut loquitur Apuleius, Metam. l. 10. i. e. postquam masculum enixa est, quales δόμων κίονας, domuum columnas, vocant Lycophron et Pindarus, nec immerito, Στύλοι γὰρ οἴκων εἱσὶ παῖδες ἄρσενες.… … Hofmann J. Lexicon universale
τεφρήεις — εσσα, ῆεν, Α (ποιητ. τ.) τεφρός («λύματα τεφρήεντα», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεις] … Dictionary of Greek
υποδέχομαι — ὑποδέχομαι, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑποδέκομαι και ὑποδέχνυμαι, Α 1. δέχομαι, συγκεντρώνω κάτι που πέφτει ή που ρέει από πάνω (α. «η δεξαμενή υποδέχεται τα λύματα τού εργοστασίου» β. «ἀγγεῑον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ», Ήρων) 2. δέχομαι με… … Dictionary of Greek
χυτλώ — όω, Α [χύτλον] 1. αλείφω με νερό και λάδι μετά το λουτρό («δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον, ἧος χυτλώσαιτο σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν», Ομ. Οδ.) 2. πλένω, λούζω 3. (με αιτ.) ξεπλένω, καθαρίζω («ῥόον... ᾧ κε τόκοιο λύματα χυτλώσαιτο», Καλλ.) … Dictionary of Greek
βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… … Dictionary of Greek